πέτροις

πέτροις
πέτρος
stone
masc dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Πέτροις — Πέτρος stone masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεύω — (Α) λιθοβολώ ή φονεύω με λιθοβολισμό (α. «πέτροις τε λεύει μνῆμα λάϊνον πατρός», Ευρ. β. «ἥδιστον δέ μοι τὸ κατθανεῑν ἦν καὶ τὸ λευσθῆναι πέτροις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Έχει θεωρηθεί ως παρ. τού τ. λᾶας «λίθος» (λεύω < * λεύσ yω,… …   Dictionary of Greek

  • αράσσω — (AM ἀράσσω) ορμώ με δύναμη εναντίον κάποιου μσν. νεοελλ. 1. προσορμίζομαι, αράζω 2. προσορμίζω νεοελλ. 1. επιδιώκω 2. καταφεύγω αρχ. Ι. 1. χτυπώ δυνατά, κρούω 2. συγκρούω, συντρίβω 3. (με δοτ.) επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, τον προσβάλλω II. (… …   Dictionary of Greek

  • υπείκω — ΜΑ, και επικ. τ. ὑποείκω Α μτφ. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι (α. «πείθεσθε τοῑς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε», ΚΔ β. «οἱ μοναχοὶ τῷ κληρονόμῳ μου,... ὑποτασσόμενοι καὶ ὑπείκοντες ἔσονται», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. αποχωρώ, αποσύρομαι, απομακρύνομαι 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”